- φοινικόλεγνος
- φοινῑκό-λεγνος, ον,A red-streaked, of the bird πηνέλοψ, Ion Trag.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] … Dictionary of Greek
φοινικόλεγνον — φοινικόλεγνος red streaked masc/fem acc sg φοινικόλεγνος red streaked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)